αμοιρολόγητος

αμοιρολόγητος
και -λόητος, -η, -ο [μοιρολογώ]
(για νεκρούς) αυτός που δεν τόν μοιρολόγησαν, δεν τόν θρήνησαν με μοιρολόγια, άκλαυτος, αθρήνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμοιρολόγητος — η, ο αυτός που δε μοιρολογήθηκε δε θρηνήθηκε στην ταφή του: Χάθηκε το παιδάκι μου στην ξενιτιά αμοιρολόγητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγοος — ἄγοος, ον (Α) [γόος] αυτός που δεν θρηνήθηκε με γόους, άκλαυτος, αμοιρολόγητος …   Dictionary of Greek

  • αθρήνητος — η, ο (Μ ἀθρήνητος, ον) [θρηνῶ] αυτός που δεν θρηνήθηκε από κανένα, αμοιρολόγητος, άκλαυτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θρηνήσει όσο τού αξίζει …   Dictionary of Greek

  • αθρήνητος — η, ο άκλαυτος, αμοιρολόγητος: Πέθανε στην ξενιτιά αθρήνητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”